Ποντοπόρεια
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
Greek (Liddell-Scott)
Ποντοπόρεια: ἡ, Νηρηΐς τις, οἱονεὶ ἡ τὴν θάλασσαν διερχομένη, ποντοπόρος, Ἡσ. Θ. 256· μεταγεν. ὡς ἐπίθετον, ποιητ. θηλ. τοῦ ποντοπόρος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ποντοπορία, ἡ, ἡ διὰ θαλάσσης πορεία, Ἐπιφάν. 275D, κατά τινας γράφεται ποντοπορεία ἐκ τοῦ ποντοπορεύω.