Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
[Seite 668] = πολυπίδαξ, H. h. Ven. 54 u. sp. D., wie bei Ath. XV, 682 f.
-ον, Απολυπῖδαξ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πιδαξ (< πῖδαξ, -ακος)].