πανέστιος
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, (ἑστία)
A with all the household, Plu.Sol.24.
German (Pape)
[Seite 459] mit dem ganzen Hause, Hausstande; αετοικιζόμενος Ἀθήναζε, Plut. Sol. 24; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνέστιος: -ον, (ἑστία) μετὰ πάσης τῆς οἰκογενείας, Πλουτ. Σόλων 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
avec toute la famille (propr. tout le foyer).
Étymologie: πᾶν, ἑστία.
Greek Monolingual
-ον, ΑΜ
αυτός που είναι με όλη την οικογένεια του, με όλο το νοικοκυριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑστία (πρβλ. ομο-έστιος)].