φερένικος
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
ον,
A carrying off victory, victorious, name of a race-horse of King Hiero, Pi.O.1.18, etc. (The fem. pr.n. Βερενίκη is Maced. for Φερενίκη.)
German (Pape)
[Seite 1261] Sieg bringend, davontragend, siegreich. Als, nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
φερένῑκος: -ον, ὁ φέρων νίκην, νικητής, ὄνομα ἵππου τινὸς τοῦ Ἱέρωνος διακριθέντος ἐν τοῖς ἱπποδρομικοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ο. Ι. 29, κλπ. (Τὸ θηλ. κύρ. ὄνομα Βερενίκη εἶναι Μακεδονικ. ἀντὶ Φερενίκη, πρβλ. Β. β. ΙΙ.)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. νικηφόρος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Φερένικος
όνομα αλόγου του Ιέρωνος, το οποίο διακρίθηκε σε ιπποδρομικούς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -νικος (< νίκη), πρβλ. φιλό-νικος].