ἡγεμόνευμα

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγεμόνευμα Medium diacritics: ἡγεμόνευμα Low diacritics: ηγεμόνευμα Capitals: ΗΓΕΜΟΝΕΥΜΑ
Transliteration A: hēgemóneuma Transliteration B: hēgemoneuma Transliteration C: igemonevma Beta Code: h(gemo/neuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A leading: but in E.Ph.1492 ἁγεμόνευμα νεκροῖσι, = ἡγεμὼν νεκρῶν, cf. Sch. ad loc.

German (Pape)

[Seite 1149] τό, die Anführung, Leitung, bei Eur. Phoen. 1501 nennt sich Antigone ἁγεμόνευμα νεκροῖσι πολύστονον, Schol. προηγήτειραν τῶν νεκρῶν, in den Tod vorangehend.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμόνευμα: τό, ὁδηγία, ἀρχηγία· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Φοιν. 1494 ἁγεμόνευμα νεκροῖσι = ἡγεμών νεκρῶν, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ἡγεμόνευμα και ἁγεμόνευμα, το (Α) ηγεμονεύω
1. ηγεμονία, αρχηγία
2. (με δοτ. αντί του ηγεμών) φρ. «ἁγεμόνευμα νεκροῑσιν» — ηγεμόνας νεκρών (Ευρ.).