κλῇθρον
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
Att. for κλεῖθρον (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1450] τό, s. κλεῖθρον.
Greek (Liddell-Scott)
κλῇθρον: Ἀττ. ἀντὶ κλεῖθρον.
French (Bailly abrégé)
anc. att. c. κλεῖθρον.
Greek Monolingual
(I)
κλῆθρον, τὸ (Α)
το δέντρο κλήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλήθρα (ἡ) με αλλαγή γένους].———————— (II)
κλῆθρον, τὸ (Α)
(αττ. τ.) βλ. κλείθρον.