δυσχλαινία
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ἡ,
A mean or shabby clothing, E.Hec.240: in pl., τὰς ἐμὰς δυσχλαινίας Id.Hel.416.
German (Pape)
[Seite 691] ἡ. schlechte Kleidung, Eur. Hec. 240; plur., Hel. 423. Von δύσχλαινος, schlecht gekleidet?
Greek (Liddell-Scott)
δυσχλαινία: ἡ, πενιχρά, εὐτελής περιβολή, ἐνδυμασία, Εὐρ. Ἑκ. 240· ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐμὰς δυσχλαινίας ὁ αὐτ. Ἑλ. 416.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvais manteau, guenille, haillons.
Étymologie: δυσ-, χλαῖνα.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
vestido andrajoso δυσχλαινίᾳ τ' ἄμορφος de Odiseo, E.Hec.240, cf. Hel.416.
Greek Monolingual
δυσχλαινία, η (Α)
φτωχική ενδυμασία.