ὀνειδιστής

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειδιστής Medium diacritics: ὀνειδιστής Low diacritics: ονειδιστής Capitals: ΟΝΕΙΔΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oneidistḗs Transliteration B: oneidistēs Transliteration C: oneidistis Beta Code: o)neidisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who reproaches with a thing, c. gen. rei, ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων, Arist.Rh.1381b2.

German (Pape)

[Seite 345] ὁ, der Beschimpfende, Vorwürfe Machende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀνειδίζων ἢ ψέγων διά τι, μετὰ γενικ. πράγμ., ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὀνειδίζω.

Greek Monolingual

ὀνειδιστής, ὁ (Α) ονειδίζω
αυτός που επιπλήττει ή κατηγορεί κάποιον για κάτι.