εὐδαίδαλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A beautifully wrought, νᾶα B. 16.88; ναόν Id.Fr.11.3.
German (Pape)
[Seite 1060] schön, kunstvoll gearbeitet, ναός, Bacchyl. bei D. Hal. D. V. p. 400.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδαίδᾰλος: -ον, καλῶς, κομψῶς εἰργασμένος, εὐδαίδαλον νᾶα Βακχυλ. XVII. 89, ἔκδ. Kenyon, Ἀνθ. Π. 1. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
artistement travaillé.
Étymologie: εὖ, δαίδαλος.
Greek Monolingual
εὐδαίδαλος, -ον (Α)
ο περίτεχνα κατασκευασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαίδαλος «τεχνικά κατασκευασμένος»].