ταυροδέτης
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
ου, ὁ,
A bull-binder, in fem. ταυρο-δέτις, ιδος, βύρσα AP6.41 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1073] ὁ, den Stier bindend (?).
Greek (Liddell-Scott)
ταυροδέτης: -ου, ὁ, ὁ δένων ταύρους, ἐν τῷ θηλ. -δέτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 6. 41.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, θηλ. ταυροδέτις, -ιδος, Α
(μόνον το θηλ.) αυτή που δένει ταύρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. γλωσσο-δέτης.