εὐτερπής

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτερπής Medium diacritics: εὐτερπής Low diacritics: ευτερπής Capitals: ΕΥΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: euterpḗs Transliteration B: euterpēs Transliteration C: efterpis Beta Code: eu)terph/s

English (LSJ)

ές,

   A delightful, charming, ἄνθος, φωνή, Pi.O.6.105, AP9.364 (Nestor).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτερπής: -ές, τερπνός, εὐάρεστος, θελκτικός, Πινδ. Ο. 6. 180, Ἀνθ. Π. 9. 364.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait réjouissant, charmant.
Étymologie: εὖ, τέρπω.

English (Slater)

εὐτερπής
   1 joyous ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος pr. (O. 6.105)

Greek Monolingual

εὐτερπής, -ές (Α)
τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α-τερπής, επι-τερπής].