κυανοβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοβλέφᾰρος Medium diacritics: κυανοβλέφαρος Low diacritics: κυανοβλέφαρος Capitals: ΚΥΑΝΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: kyanoblépharos Transliteration B: kyanoblepharos Transliteration C: kyanovlefaros Beta Code: kuanoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A dark-eyed, AP5.60 (Rufin.).

German (Pape)

[Seite 1521] mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig, Rufin. 7 (V, 61).

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον, ἔχων μελαίνας βλεφαρίδας, κοινῶς «μαυρομμάτης», Ἀνθ. Π. 5. 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières garnies de cils noirs ; aux yeux noirs.
Étymologie: κύανος, βλέφαρον.

Greek Monolingual

κυανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].