δίθηκτος
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
English (LSJ)
ον,
A two-edged, ξίφος A.Pr.863.
Greek (Liddell-Scott)
δίθηκτος: -ον, δίκοπος, δίστομος, ξίφος Αἰσχύλ. Πρ. 863.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: δίς, θηκτός.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble filo ξίφος A.Pr.863.