ἐπάνωθεν
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
or ἐπάντλ-ωθε, Adv.
A above, on top, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι E.Alc.463: c. gen., Pl.Ti.45a, Luc.Epigr.39. 2 up country, inland, Th.2.99. II of Time, of old, χαῶν τῶν ἐ. prob. in Theoc.7.5; τῶν ἐπάνωθε μουσοποιῶν Id.Ep.22.3; ἐν τοῖς ἐ. in former times, CPR188.19 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 903] von oben her, drüber, Eur. Alc. 463; ἡμῶν Tim. Locr. 45 a; Thuc. 2, 99; χαῶν τῶν ἐπ. Theocr. 7, 5, die Edeln der Vorzeit.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάνωθεν: Ἐπίρρ., ἐν τοῖς ἄνω μέρεσιν, ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, «τῆς ἄνω Μακεδονίας» (Δούκας), Θουκ. 2. 99· μετὰ γεν., ἐπάνωθεν ἡμῶν, εἰς τὸ ἀνώτατον μέρος ἡμῶν, Πλάτ. Τίμ. 45Α. 2) ἐπὶ χρόνου, οἱ ἐπάνωθεν, οἱ ἐν προτέροις χρόνοις, οἱ προγενέστεροι, Θεόκρ. 7. 5. ― Ὁ τύπος ἐπάνωθε ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 463, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, ἐλαφρὸν νὰ πέσῃ τὸ χῶμα ἐπάνω σου.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de dessus, d’en haut;
2 d’autrefois.
Étymologie: ἐπάνω, -θεν.