ἐπάρδω
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
A irrigate, Arr.An.4.6.5: metaph., ἐ. ἀρεταῖς τὴν ψυχήν Luc.Am.45, cf. LXX 4 Ma.1.29, Plot.6.7.33; ὁ δικαστὴς τὰ δίκαια ἐ. τοῖς ἐντευξομένοις Ph.2.345; Ἀττικὰ ἐ. τὰ νάματα [τῇ ψυχῇ] Him.Ecl.32.6:—Pass., J.BJ4.8.3; of the body by nourishment, Ti.Locr.102b.
German (Pape)
[Seite 904] bewässern, benetzen, Tim. Locr. 102 b; Arr. An. 4, 6, 11 ὁ ποταμὸς τὴν χώραν; übertr., ἀρεταῖς τὴν ψυχήν Luc. Gymn. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάρδω: ἀρδεύω, ποτίζω, Ἀρρ. Ἀν. 4. 6, 11· μεταφ., ἐπάρδειν ἀρεταῖς τὴν ψυχὴν Λουκ. Ἀνάχ. 26· ἐν τῷ Παθ., Τίμ. Λοκρ. 102Β.
French (Bailly abrégé)
prés.
arroser.
Étymologie: ἐπί, ἄρδω.
Greek Monolingual
ἐπάρδω (AM) και ἐπαρδῶ (Μ)
αρδεύω, ποτίζω («τὴν χώραν ὅσην ὁ ποταμὸς ὁ Πολυτίμητος ἐπάρδων ἐπέρχεται», Αρρ.)
και μτφ. «τοιαύταις ἀρεταῑς ἁπαλὴν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐπάρδων» (Λουκιαν.)
μσν.
μτφ. ξεδιψώ, ξεδιψάζω
αρχ.
(για το σώμα) τρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρδω (παράλληλος τ. του αρδεύω) «ποτίζω»].