φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Full diacritics: ἐπιμελητέον | Medium diacritics: ἐπιμελητέον | Low diacritics: επιμελητέον | Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΟΝ |
Transliteration A: epimelētéon | Transliteration B: epimelēteon | Transliteration C: epimeliteon | Beta Code: e)pimelhte/on |
A one must take care of, pay attention, ἐ. ὅπως . . . Pl.R.618c; τινός X.Mem.2.1.28; περί τι Arist.Pol.1334b31.
ἐπιμελητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιμελοῦμαι, δεῖ ἐπιμελεῖσθαι, ἐπ. ὅπως... Πλάτ. Πολ. 618Β· τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 28· περί τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 1.