εὔπτορθος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπτορθος Medium diacritics: εὔπτορθος Low diacritics: εύπτορθος Capitals: ΕΥΠΤΟΡΘΟΣ
Transliteration A: eúptorthos Transliteration B: euptorthos Transliteration C: eyptorthos Beta Code: eu)/ptorqos

English (LSJ)

ον,

   A finely branching, of horns, APl.4.96.4.

German (Pape)

[Seite 1092] schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπτορθος: -ον, ἔχων ὡραίους κλάδους, «εὔκλαδος» (Σουΐδ), ἐπὶ κεράτων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou nombreuses branches.
Étymologie: εὖ, πτόρθος.

Greek Monolingual

εὔπτορθος, -ον (Α)
(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτόρθος «κλαδί»].