εὔχιλος
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
ον,
A rich in fodder, κάπη Lyc.95. II of a horse, feeding well, X.Eq.1.12 (Comp.), cf. Arist.PA675b15 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1109] futterreich, κάπη Lycophr. 95; γῆ Poll. 7, 184. Aber ἵππος = ein Pferd, das gut frißt, viel Futter braucht, Xen. de re equ. 1, 12; ζῷα Arist. gen. anim. 3, 24, im comparat. εὐχιλότερα.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχῑλος: -ον, ἔχων ἄφθονον χόρτον πρὸς τροφὴν ζῴων, κάπη Λυκόφρ. 95. II. ἐπὶ ἵππου, καλῶς τρεφόμενος, Ξεν. Ἱππ. 1. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21, πρβλ. εὔχειλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 abondant en fourrage;
2 bien nourri.
Étymologie: εὖ, χιλός.
Greek Monolingual
εὔχιλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει πλούσια χλόη, άφθονο χορτάρι
2. (για ζώα και κυρίως άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χιλός «φρέσκο χόρτο»].