θυμοβαρής

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοβᾰρής Medium diacritics: θυμοβαρής Low diacritics: θυμοβαρής Capitals: ΘΥΜΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: thymobarḗs Transliteration B: thymobarēs Transliteration C: thymovaris Beta Code: qumobarh/s

English (LSJ)

ές,

   A heavy at heart, AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. θῡμο-βάρεια EM458.24.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοβᾰρής: -ές, βαρύς, βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἀνθ. Π. 7. 146. -θηλ. -βάρεια, Ἐτυμ. Μ. 458. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui oppresse le cœur.
Étymologie: θυμός, βάρος.

Greek Monolingual

θυμοβαρής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαριά την καρδιά, βαρύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ανισο-βαρής, ετερο-βαρής].