ἰαμβίζω

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβίζω Medium diacritics: ἰαμβίζω Low diacritics: ιαμβίζω Capitals: ΙΑΜΒΙΖΩ
Transliteration A: iambízō Transliteration B: iambizō Transliteration C: iamvizo Beta Code: i)ambi/zw

English (LSJ)

   A assail in iambics, lampoon, τινα Gorg. ap. Ath.11.505d, Arist.Po.1448b32, D.H.7.72.    II abs., talk in iambic verse, Luc.JTr.33(s.v.l.).    2 etym. of θρίαμβος, Corn.ND30.

German (Pape)

[Seite 1233] Jamben schreiben, in Jamben reden, d. h. schmähen; ἀλλήλους Arist. poet. 4; καὶ κατασκώπτειν D. Hal. 7, 72; Ath. XI, 505 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβίζω: ἐπιτίθεμαι κατά τινος δι’ ἰάμβων, σατυρίζω, λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Γοργ. παρ’ Ἀθην. 505D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 10, Διον. Ἁλ. 7. 72.

French (Bailly abrégé)

poursuivre de vers iambiques, càd de railleries, de satires, acc..
Étymologie: ἴαμβος.

Greek Monolingual

ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) ίαμβος
επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.)
αρχ.
μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.).