ἰσχνοπάρειος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
German (Pape)
[Seite 1272] mit mageren Backen, γραῦς Ep. ad. (App. 336).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνοπάρειος: -ον, ἔχων ἰσχνὰς παρειάς, γραῦς Ἀνθ. Π. παράρτ. 336.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux joues maigres.
Étymologie: ἰσχνός, παρειά.
Greek Monolingual
ἰσχνοπάρειος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -πάρειος (< πα-ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκο-πάρειος, χαλκο-πάρειος].