καδδῦσαι
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
German (Pape)
[Seite 1279] = καταδῦσαι, Il. 19, 25.
Greek (Liddell-Scott)
καδδῦσαι: Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. θηλ. μετοχ. ἀορ. ἐνεργ. τοῦ καταδύω.
French (Bailly abrégé)
part. ao. fém. pl. épq. de καταδύω.
English (Autenrieth)
see καταδύω.