κερματίζω

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

   A cut into pieces, chop up, Pl.R.525e, Achae.7 (Pass.), etc.; κατὰ σμικρὰ τὰ σώματα κ. Pl.Ti.62a; κ. τι εἰς πολλά Arist.PA 662a13: metaph., κ. τὴν ἀρετήν Pl.Men.79a.    II coin into money, χαλκείην δαίμονα AP11.271.    III changeinto smaller coin, PGnom. 237 (ii A.D.), PRyl.224 (a).5 (Pass., ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1425] zerstückeln, zerreiben, zerlegen; neben θρύπτω, Plat. Crat. 426 e; κατὰ σμικρὰ τὰ σώματα Tim. 62 a; τὸ ἕν Rep. VII, 525 e; Achaeus bei Ath. IX, 368 a; übertr., λόγον B. A. 47; auch = zu kleiner Münze schlagen, ausprägen, χαλκείην δαίμονα Byz. anath. 17 (XI, 271).

Greek (Liddell-Scott)

κερματίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κόπτω εἰς μικρὰ τεμάχια, κατακόπτω, Πλάτ. Πολ. 525Ε, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 368Α, κτλ.· τὰ σώματα κερ. κατὰ μικρὰ Πλάτ. Τίμ. 62Α· κ. τι εἰς πολλὰ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 10· μεταφορ., κ. τὴν ἀρετὴν Πλάτ. Μένων 79Α. ΙΙ. κόπτω εἰς μικρὰ νομίσματα, Ἀνθ. Π. 11. 271.

French (Bailly abrégé)

f. κερματίσω, att. κερματιῶ;
Pass. ao. ἐκερματίσθην, pf. κεκερμάτισμαι;
découper, déchiqueter.
Étymologie: κέρμα.

Greek Monolingual

κερματίζω) κέρμα
κόβω σε μικρά κομμάτια, κομματιάζω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω
αρχ.
1. κόβω μέταλλο σε μικρά νομίσματα
2. μτφ. φθείρω, κατατρίβω («κερματίζειν τὴν ἀρετήν», Πλάτ.)
3. πάπ. αλλάζω σε κέρματα
4. συλλέγω κέρματα.