ὀρφάνευμα
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ατος, τό,
A orphan state, orphanhood, E.HF546.
German (Pape)
[Seite 388] τό, der Zustand des Verwais'tseins, Eur. Herc. Fur. 546.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφάνευμα: [ᾰ], τό, ἡ κατάστασις τοῦ ὀρφανοῦ, ὀρφανία, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 516.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
situation d’orphelin.
Étymologie: ὀρφανεύω.