πάμφθαρτος
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ον,
A all-destroying, μόρος A.Ch.296.
German (Pape)
[Seite 455] allverderbend, Alle zu Grunde richtend, μόρος, Aesch. Ch. 294.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφθαρτος: -ον, ὁ τὰ πάντα φθείρων, ὀλέθριος, μόρος Αἰσχύλ. Χο. 296.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a détruit tout, funeste.
Étymologie: πᾶν, φθείρω.
Greek Monolingual
πάμφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει τα πάντα, ολέθριος («παμφθάρτῳ μόρῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. κακό-φθαρτος].