πεδόσε
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
Adv.,
A = πέδονδε, E.Ba.136, 600 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 542] adv., = πέδονδε, Eur. Bacch. 137. 600.
Greek (Liddell-Scott)
πεδόσε: Ἐπίρρ. = τῷ πέδονδε, Εὐρ. Βάκχ. 137, 599.
Greek Monolingual
Α
(τοπ. επίρρ.) στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. οίκο-σε)].