παρέκχυσις

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέκχῠσις Medium diacritics: παρέκχυσις Low diacritics: παρέκχυσις Capitals: ΠΑΡΕΚΧΥΣΙΣ
Transliteration A: parékchysis Transliteration B: parekchysis Transliteration C: parekchysis Beta Code: pare/kxusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A overflowing, of rivers, Plb.34.10.4, Str.3.5.7, etc.    2 effusion, αἵματος Gal.19.124 ; of humours, Cass.Fel.76 ; = ὕδερος, Cael.Aur.TP3.8.

German (Pape)

[Seite 514] ἡ, das Ausgießen, bes. Austreten eines Flusses; Pol. bei Ath. VIII, 332 a; Strab. 3, 5, 7 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παρέκχῠσις: ἡ, ἐκχείλισις, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 34. 10, 4, Στράβ. 173, κτλ.· ἔκχυσιςἐξόρμησις ὑγρῶν, αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος, ἃς δὴ καὶ ἐκχυμώσεις ὀνομάζει Γαλην. τ. 19. σ. 124, 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 débordement d’un fleuve;
2 épanchement d’humeurs.
Étymologie: παρεκχέω.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ παρεκχέω
1. (για ποτάμια) εκχείλιση, πλημμύρα
2. (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῡ αἵματος», Γαλ.)
αρχ.
(για χυμούς) έκχυση.