συμπορθέω

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπορθέω Medium diacritics: συμπορθέω Low diacritics: συμπορθέω Capitals: ΣΥΜΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: symporthéō Transliteration B: symportheō Transliteration C: symportheo Beta Code: sumporqe/w

English (LSJ)

   A help to destroy or sack, ος σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας E.Or.888, cf. BCH21.599 (Delph., iv B.C.); οἱ συμπεπορθημένοι involved in like ruin, Str.8.3.29.

German (Pape)

[Seite 989] wie συμπέρθω, mit, zugleich, zusammen zerstören; ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Eur. Or. 886.

Greek (Liddell-Scott)

συμπορθέω: ὡς τὸ συμπέρθω, πορθῶ ὁμοῦ, συγκαταστρέφω, ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Εὐρ. Ὀρ. 888· οἱ συμπεπορθημένοι, οἱ εἰς ὅμοιον ὄλεθρον περιπεσόντες, Στράβ. 353.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dévaster ou ruiner ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πορθέω.