συνεπάπτομαι
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
Ion. for συνεφάπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συνεφάπτομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.