φοβητέον
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
A one must fear, Pl.R.452b, Lg. 891a, etc. 2 φοβητέος, α. ον, to be feared, ib.746e.
Greek (Liddell-Scott)
φοβητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φοβέομαι, δεῖ φοβεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 452Β, Νόμ. 891Α, κλπ. 2) φοβητέος, α, ον, ὃν δεῖ φοβεῖσθαι, αὐτόθι 746Ε.