χυτρεύς

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρεύς Medium diacritics: χυτρεύς Low diacritics: χυτρεύς Capitals: ΧΥΤΡΕΥΣ
Transliteration A: chytreús Transliteration B: chytreus Transliteration C: chytreys Beta Code: xutreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A potter, Pl.R.421d, Tht.147a, Eustr. in APo. 158.13.

German (Pape)

[Seite 1385] ὁ, der Töpfer; Plat. pheaet. 147 a Rep. IV, 421 d; sprichwörtlich χυτρέα χυτρεῖ κοτέειν, Themist., nach Hes. O. 25 κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρεύς: έως, ὁ, ὁ κατασκευάζων χύτρας, «τσουκαλᾶς», Λατ. figulus, Πλάτ. Πολ. 421D, Θεαίτ. 147Α.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
potier.
Étymologie: χύτρα, χύτρος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει χύτρες, τσουκαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -εύς].