χερμαστήρ

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερμαστήρ Medium diacritics: χερμαστήρ Low diacritics: χερμαστήρ Capitals: ΧΕΡΜΑΣΤΗΡ
Transliteration A: chermastḗr Transliteration B: chermastēr Transliteration C: chermastir Beta Code: xermasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A slinger, ῥινὸς χ. the leather of a sling, out of which the stone was thrown, <*>b.172 (Antip.Sid.), cf. Suid.

German (Pape)

[Seite 1350] ῆρος, ὁ, der Schleuderer, ῥινός, das Leder an der Schleuder, aus welchem die Steine geworfen werden, Antp. Sid. 105 (VII, 172).

Greek (Liddell-Scott)

χερμαστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ῥίπτων τὰ χέρματα, χ. ῥινός, τὸ δέρμα σφενδόνης, ἐφ’ οὗ ὁ λίθος ἐπετίθετο καὶ ἐρρίπτετο, Ἀνθ. Παλατ. 1. 172, πρβλ. Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui lance des pierres ; χερμαστὴρ ῥινός cuir propre à lancer des pierres, càd la fronde.
Étymologie: χερμάς.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(για το λουρί της σφεντόνας) αυτός που εξακοντίζει τις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάζω + κατάλ. -τήρ].