κατικετεύω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
Ion. for καθικετεύω.
German (Pape)
[Seite 1401] ion. = καθικετεύω, Her.
Greek (Liddell-Scott)
κατῐκετεύω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθικετεύω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καθικετεύω.
Greek Monolingual
κατικετεύω (Α)
ιων. τ. του καθικετεύω.
Greek Monotonic
κατῐκετεύω: Ιων. αντί καθ-ικετεύω.