Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρημνώδης

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνώδης Medium diacritics: κρημνώδης Low diacritics: κρημνώδης Capitals: ΚΡΗΜΝΩΔΗΣ
Transliteration A: krēmnṓdēs Transliteration B: krēmnōdēs Transliteration C: krimnodis Beta Code: krhmnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A precipitous, Th.7.84, Dsc.4.144, Onos.10.17, etc.; τὸ κ. τῆς ὄχθης Plu.Tim.31: Sup., Hdn.6.5.5.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνώδης: -ες, (εἶδος) ἀπότομος, ἀπόκρημνος, Θουκ. 7. 84, κτλ.· τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Πλουτ. Τιμολ. 31.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
escarpé.
Étymologie: κρημνός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κρημνώδης, -ῶδες)
αυτός που μοιάζει με γκρεμό ή ο γεμάτος γκρεμούς, απότομος («τὸ κρημνῶδες τῆς ἑκατέρωθεν ὄχθης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώδης].

Greek Monotonic

κρημνώδης: -ες (εἶδος), απόκρημνος, απότομος, κατακόρυφος, σε Θουκ.