ναύφθορος

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύφθορος Medium diacritics: ναύφθορος Low diacritics: ναύφθορος Capitals: ΝΑΥΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: naúphthoros Transliteration B: nauphthoros Transliteration C: nayfthoros Beta Code: nau/fqoros

English (LSJ)

ον,

   A shipwrecked, ν. στολή, πέπλοι, the garb of shipwrecked men, E.Hel.1382, 1539.

Greek (Liddell-Scott)

ναύφθορος: -ον, ὁ ναυαγήσας, ν. στολή, ἔνδυμα ναυαγοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 1382· ναυφθόροις ἠσθημένοι πέπλοισιν αὐτόθι 1539.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de naufragé.
Étymologie: ναῦς, φθείρω.

Greek Monolingual

-ο (Α ναύφθορος, -ον)
αυτός που ναυάγησε, ναυαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω)].

Greek Monotonic

ναύφθορος: -ον (φθείρω), ναυαγισμένος· ναύφθορος στολή, πέπλοι, ενδύματα ναυαγών, σε Ευρ.