Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
feminine of a derivative of Μαγδαλά; a female Magdalene, i.e. inhabitant of Magdala: Magdalene.
Μαγδαληνής, ἡ (Μαγδαλά, which see), Magdalene, a woman of Magdala: John 20:1,18.