ἀναξηραντικός

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξηραντικός Medium diacritics: ἀναξηραντικός Low diacritics: αναξηραντικός Capitals: ΑΝΑΞΗΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anaxērantikós Transliteration B: anaxērantikos Transliteration C: anaksirantikos Beta Code: a)nachrantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for drying, Dsc.1.7, Crito ap.Gal.12.488, Plu.2.624d.

German (Pape)

[Seite 200] austrocknend, δύναμις Plut. Symp. 1, 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξηραντικός: -ή, -όν, ὁ ἀναξηραίνων, ὁ προξενῶν ἀναξήρανσιν Πλούτ. 2. 624 D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à dessécher.
Étymologie: ἀναξηραίνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
desecativo, secante (νάρδος) τῆς γλώττης ἀναξηραντική Dsc.1.7, μηλίνη Λευκίου ἀ. παντὸς ῥεύματος Crito en Gal.12.488, τῆς πικρότητος ... δύναμις ἀ. Plu.2.624d.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναξηραντικός, -ή, -όν) ἀναξηραίνω
αυτός που αποξηραίνει, που στεγνώνει, ο κατάλληλος για αποξήρανση, αποξηραντικός.