προτίμιον

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

German (Pape)

[Seite 793] τό, wie ἀῤῥαβών, Handgeld, Luc. rhet. praec. 17.

Greek (Liddell-Scott)

προτίμιον: τό, = ἀρραβών, διάφ. γραφ. ἀντὶ προνόμιον ἐν Λουκ. Ρητ. Διδασκ. 17.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
arrhes.
Étymologie: πρό, τιμή.

Greek Monolingual

τὸ, Α
αρραβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί του τ. προνόμιον.