προτίμιον
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
[Seite 793] τό, wie ἀῤῥαβών, Handgeld, Luc. rhet. praec. 17.
προτίμιον: τό, = ἀρραβών, διάφ. γραφ. ἀντὶ προνόμιον ἐν Λουκ. Ρητ. Διδασκ. 17.
ου (τό) :
arrhes.
Étymologie: πρό, τιμή.
τὸ, Α
αρραβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί του τ. προνόμιον.