προχόω
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
English (LSJ)
collat. pres. of προχώννυμι,
A pile in front, heap up, χῶμα Pl. Criti. 111b (nisi leg. προσχοῖ), cf. Aristid.1.128J.
German (Pape)
[Seite 800] = προχώννυμι; προχοῖ, Plat. Critia. 111 b.
Greek (Liddell-Scott)
προχόω: ἰσοδύναμος ἐνεστ. τοῦ προχώννυμι, ἐπισωρεύω ἐμπρός, χῶμα Πλάτ. Κριτί. 111Β, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 128.