Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ἡ, Απολιτική δεινότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -ποιΐα (< -ποιός), πρβλ. δραματο-ποιΐα].