χρυσεραστής
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, Liebhaber des Goldes, Babr.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐρῶν τοῦ χρυσίου, ἐραστὴς τῶν χρημάτων, φιλάργυρος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Βαβρίου.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui a l’amour de l’or.
Étymologie: χρυσός, ἐράω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
άτομο που αγαπά υπερβολικά τον χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἐραστής.