καιετάεις

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καιετάεις Medium diacritics: καιετάεις Low diacritics: καιετάεις Capitals: ΚΑΙΕΤΑΕΙΣ
Transliteration A: kaietáeis Transliteration B: kaietaeis Transliteration C: kaietaeis Beta Code: kaieta/eis

English (LSJ)

καιέτας, καιετός, v. sub καιάδας.

German (Pape)

[Seite 1294] εσσα, εν (vgl. καιάδας, καίατα), reich an Erdschlünden; so las Zenodot. für κητώεσσα (w. m. s.), vgl. Buttm. Lexil. II p. 95. Bei Callim. frg. 224 Beiw. des Eurotas, durch καλαμινθώδης erkl.

Greek (Liddell-Scott)

καιετάεις: καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. καιάδας.

French (Bailly abrégé)

άεσσα, άεν;
aux vallées profondes.
Étymologie: cf. καιάδας.

Greek Monolingual

καιετάεις, -εσσα, -εν (Α) καιετός
ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.).