πεταυριστής
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
German (Pape)
[Seite 605] ὁ, der Seiltänzer, petaurista, Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και πετευριστής Α πεταυρίζω / πετευρίζομαι]
ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο.