κεφαλισμός

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλισμός Medium diacritics: κεφαλισμός Low diacritics: κεφαλισμός Capitals: ΚΕΦΑΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kephalismós Transliteration B: kephalismos Transliteration C: kefalismos Beta Code: kefalismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A multiplication table of single numbers from one to ten, Arist.Top.163b25 (pl.), cf. Suid.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, die Multiplication der Zahlen von eins bis zehn mit einander, das Einmaleins, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλισμός: ὁ, ὁ πίναξ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέχρι τῶν δέκα, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5, πρβλ. Σουΐδ. ― (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κεφαλίζω).

Greek Monolingual

κεφαλισμός, ὁ (Α) κεφαλή
ο πίνακας του πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου το περί τά στοιχεῑα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῑς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.).