κεφαλισμός

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλισμός Medium diacritics: κεφαλισμός Low diacritics: κεφαλισμός Capitals: ΚΕΦΑΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kephalismós Transliteration B: kephalismos Transliteration C: kefalismos Beta Code: kefalismo/s

English (LSJ)

ὁ, multiplication table of single numbers from one to ten, Arist.Top.163b25 (pl.), cf. Suid.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, die Multiplication der Zahlen von eins bis zehn mit einander, das Einmaleins, Suid.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλισμός:таблица умножения чисел первого десятка Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλισμός: ὁ, ὁ πίναξ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέχρι τῶν δέκα, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5, πρβλ. Σουΐδ. ― (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κεφαλίζω).

Greek Monolingual

κεφαλισμός, ὁ (Α) κεφαλή
ο πίνακας του πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου το περί τά στοιχεῖα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῖς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.).