νοσφίδιος

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσφίδιος Medium diacritics: νοσφίδιος Low diacritics: νοσφίδιος Capitals: ΝΟΣΦΙΔΙΟΣ
Transliteration A: nosphídios Transliteration B: nosphidios Transliteration C: nosfidios Beta Code: nosfi/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A clandestine, Hes.Fr.187.

Greek (Liddell-Scott)

νοσφίδιος: -α, -ον, κρύφιος, μυστικός, λαθραῖος, Ἡσίοδ. παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. σ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσφίδιον· κλοπιμαῖον, λαθραῖον».

Greek Monolingual

νοσφίδιος, -ία, -ον (Α)
1. απομακρυσμένος, μακρινός
2. κρυφός, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)].