προσκυρέω

Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

and προσκῠρ-κύρω [ῡ] (v. infr.), aor. προσέκυρσα,

   A reach, arrive at, c. dat., προσέκυρσε Κυθήροις Hes.Th.198.    b adjoin, Herod. Med. ap. Orib.10.5.10; ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῖ (or -κύρει) τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ (place-name) BGU1121.8 (i B.C.).    2 meet with, τινι Emp.2.5; ναῦς πέτρῃ π. Thgn.1361; ἑωυτοῖσι Hp.Praec.8: c. acc. rei, πάντων ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ' ἤδη S.OT1299 (anap.): reversely, δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ betides the house, A.Ch.13.    3 belong, appertain, or be attached to, D.S.16.42, Plu.Art.21; τὰ προσκυροῦντα τούτοις Epist. ap. J.AJ13.4.9; τὰ προσκύροντα τῷ ἱερῷ OGI732 (Egypt, ii B.C.), cf. Sammelb.1567.7 (iii B.C.), 4208.7 (ii B.C.); τῶν οἰκοπέδων -κυρόντων Sardis 7(1).1 i 11 (iv/iii B.C.); προσκύρουσιν πρὸς τὴν κώμην καὶ ἄλλαι κῶμαι ib.4; οἱ -οντες τόποι PLond.2.401.28 (ii B.C.); ᾗ ἔχω αὐλῇ -ούσῃ οἰκίᾳ μου BGU275.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 771] (s. κυρέω), bis wohin reichen, gelangen, hinzukommen, προσέκυρσε Κυθήροις, Hes. Th. 189; widerfahren, bevorstehen, πότερα δόμοισι πτῶμα προσκυρεῖ νέον; Aesch. Ch. 13; Soph. vrbdt ὦ δεινότατον πάντων, ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ' ἤδη, von Allem, was ich erfahren, was mich betroffen, Soph. O. R. 1299.

Greek (Liddell-Scott)

προσκῠρέω: μετὰ τριῶν ἀνωμάλων χρόνων, παρατ. προσέκῠρον, μέλλ. προσκύρσω, ἀόρ. προσέκυρσα. Προσεγγίζω, φθάνω εἰς…, «πιάνω εἰς», μετὰ δοτ., προσέκυρσε Κυθήροις Ἡσ. Θεογ. 198. 2) συναντῶ τινι Ἐμπεδ. 40· ναῦς πέτρῃ πρ. Θέογν. 1361· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ὃσ’ ἐγὼ προσέκυρσ’ ἤδη Σοφ. Ο. Τ. 1299· ἀλλὰ τἀνάπαλιν, δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ, καταλαμβάνει τὸν οἶκον, Αἰσχύλ. Χο. 13. 3) ἀνήκω, Διόδ. 16. 42· τὰ προσκυροῦντα τούτοις Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 9. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., κάμνω ὥστε νά…, Ἱππ. 27. 40.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. προσκύρσω, ao. προσέκυρσα;
1 parvenir jusqu’à, atteindre, τινι;
2 rencontrer ; fig. rencontrer (un sort, une destinée, etc.) acc..
Étymologie: πρός, κυρέω.

Greek Monotonic

προσκῠρέω: παρατ. -έκῡρον, μέλ. -κύρσω, αόρ. αʹ -έκυρσα (όπως από -κύρω
1. προσεγγίζω, φτάνω σε, με δοτ., σε Ησίοδ.
2. συναντώ, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Θεόκρ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ', σε Σοφ.· αντιστρόφως, δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ, συμφορά πέφτει στο σπίτι, σε Αισχύλ.