σύρρευσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A flowing together, conflux, Arist.HA551b28, Corn. ND30; the form σύρρῠσις in Plb.9.43.5, D.S.1.39, D.H.Comp.16, etc.
Greek (Liddell-Scott)
σύρρευσις: ἡ, τὸ συρρέειν, συρροή, τὸ ὁμοῦ χύνεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 4· φέρεται σύρρυσις παρὰ Πολυβ. 6. 43, 5, Διόδ. 1. 39, κλπ.
Greek Monolingual
-εύσεως, και σύρρυσις, -ύσεως, ἡ, Α συρρέω
συρροή («ὅπου ἄν σύρρευσις γένηται ὕδατος», Αριστοτ.).