θηοῖο
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
Ep. for θεῷο, 2sg. pres. opt. o<*> θηέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
θηοῖο: Ἐπικ. ἀντὶ θεῷο, β΄ ἑνικ. εὐκτ. ἐνεστ. τοῦ θηέομαι.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. prés. opt. de θηέομαι.
English (Autenrieth)
see θηέομαι.
Greek Monotonic
θηοῖο: Επικ. αντί θεῷο, βʹ ενικ. ευκτ. ενεστ. του θηέομαι.