σφήν
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
σφηνός, ὁ,
A wedge, Ar.Ra.801, A.R.1.1204, Arist.Mech.853a19, PCair.Zen.759.2 (iii B.C.), etc.; used as an instrument of torture, A.Pr.64, Plu.2.498d, LXX 4 Ma.8.13, al. [σφην- prob. from σφᾱν-, cf. σφάνιον and v. sub σφηνόπους.]
German (Pape)
[Seite 1050] σφηνός, ὁ, der Keil, Aesch. Prom. 64; – alles Keilförmige, Ar. Ran. 800; Nicom. arithm. 2, 16 führt τεκτονικ οί, οἰκοδομικοί, χαλκευτικοί an, u. erkl. sie ausführlicher; auch ein Marterwerkzeug, Plut. an vit. suff. 2.
Greek (Liddell-Scott)
σφήν: σφηνός, ὁ, ἡ «σφήνα», Ἀριστοφ. Βάτρ. 801, κλπ.· ― ἐν χρήσει ὡς ὄργανον βασανιστικόν, Αἰσχύλ. Πρ. 64, Πλούτ. 2. 498D, Ἰωσήπ. Μακκ. 8. 13, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
σφηνός (ὁ) :
coin :
1 instrument de travail;
2 instrument de torture.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
-ηνός, ὁ, ΜΑ
βλ. σφήνα.
Greek Monotonic
σφήν: σφηνός, ὁ, πάσσαλος, σφήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ., που χρησιμοποιείται ως όργανο βασανισμού, σε Αισχύλ.